- παραρτύω
- ΜΑνοστιμεύω φαγητό με την προσθήκη καρυκευμάτωνμσν.μτφ. νοστιμεύω, ομορφαίνω κάτι («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», Ευστ.)αρχ.μέσ. παραρτύομαιετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀρτύω «καρυκεύω, παρασκευάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.